παρενιαυτοφορία

παρενιαυτοφορία
η [παρενιαυτοφόρος]
(γεωπ.) η κάθε δεύτερο χρόνο και όχι η κάθε έτος καρποφορία τών δένδρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”